Η μέτρηση οστικής πυκνότητας (ή τεστ μέτρησης οστικής μάζας) είναι μια μη επεμβατική μέθοδος προκειμένου να υπολογιστεί η μάζα και η πυκνότητα των οστών. Θεωρείται η καλύτερη εξέταση για τον έλεγχο της οστικής πυκνότητας και χρησιμοποιείται ευρέως στη διάγνωση της οστεοπόρωσης και άλλων σπονδυλικών καταγμάτων.
Η Οστεοπόρωση είναι χρόνια νόσος του μεταβολισμού των οστών, κατά την οποία παρατηρείται προοδευτική μείωση της πυκνότητας και της ποιότητάς τους. Χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα και καταστροφή της δομής του οστίτη ιστού που κάνει εύθραυστα τα οστά και οδηγεί σε κατάγματα κυρίως του ισχίου, της σπονδυλικής στήλης και του καρπού (διαταραχή της ποιότητας και της ποσότητας του οστού). Είναι μια πάθηση που προσβάλλει ιδίως γυναίκες αλλά και άνδρες κυρίως της τρίτης ηλικίας. Εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και τις γυναίκες υψηλού κινδύνου (πρόωρη εμμηνόπαυση, ρευματοπάθειες κ.ά.).
Η διάγνωση της Oστεοπόρωσης γίνεται με ακτινολογικά μηχανήματα, που χρησιμοποιούν τη μέθοδο της «απορροφησιομέτρησης διπλής ενέργειας με ακτίνες Χ» (DEXA). Η δόση της ακτινοβολίας στην οποία εκτίθενται οι εξεταζόμενοι με αυτή τη μέθοδο είναι ιδιαίτερα μικρή.
Η πυκνομετρία των οστών είναι μια γρήγορη και ανώδυνη εξέταση που επιτρέπει την μέτρηση της πυκνότητας των οστών σας, με βάση τα στατιστικά πρότυπα για την ηλικία, το βάρος και το φύλο σας. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται για την ποσοτικοποίηση της απώλειας οστικής μάζας.